- οδοντόφυτος
- ὀδοντόφυτος, -ον (Α)οδοντοφυής*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -φυτός (< φύομαι), πρβλ. ζωό-φυτος, ριζό-φυτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀδοντοφύτους — ὀδοντόφυτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδοντοφύτων — ὀδοντόφυτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδοντοφύτῳ — ὀδοντόφυτος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοντοφυτικός — ὀδοντοφυτικός, ή, όν (ΑΜ) [οδοντόφυτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοντοφυΐα … Dictionary of Greek